Άγχος
Με τον όρο άγχος εννοούμε τη σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (σφίγγω τον λαιμό, πνίγω). Μπορεί να οφείλεται σε μια κατάσταση κινδύνου, δηλαδή στην αναμονή δυσάρεστων εξελίξεων ή να είναι αδικαιολόγητη, όπως στις περιπτώσεις αγωνίας ή μελαγχολίας.
Στην ιστορία του σύγχρονου στοχασμού και πνευματικού πολιτισμού, το άγχος αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά θέματα. Για πρώτη φορά βρήκε τη φιλοσοφική του έκφραση στο έργο του Δανού στοχαστή Σέρεν Κίρκεγκορ, ειδικότερα στην έννοια του άγχους που δημοσιεύτηκε το 1844 με το ψευδώνυμο Virgilius Hafniensis. Το άγχος αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα ένα από τα βασικά στοιχεία της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ανεξάρτητα αν ο προσανατολισμός της είναι κοσμικός ή θρησκευτικός. Με το άγχος έχει ασχοληθεί επίσης η ψυχανάλυση, που το θεωρεί ως μια από τις συχνότερες καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής o Φρόιντ υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του άγχους συμπίπτει με αυτό το ίδιο το γεγονός της γέννησης, «γεγονός στο οποίο βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα οδυνηρά αισθήματα». Το άγχος βρήκε και καλλιτεχνική έκφραση στα περισσότερα έργα της σύγχρονης τέχνης. Το συναντούμε π.χ. στα μυθιστορήματα του Κάφκα, στους πίνακες του Πικάσο, στη μουσική του Σένμπεργκ.
Από φιλοσοφικής άποψης με την έννοια του άγχους δεν υπονοείται μια καθιερωμένη έννοια, αλλά ένας υπαρξιακός τρόπος, μια ψυχική κατάσταση, που συνοδεύει συνεχώς τον άνθρωπο στη ζωή του. Αντίθετα από τον φόβο, συναίσθημα συνδεδεμένο με συγκεκριμένες καταστάσεις και αντικείμενα, κοινό στα ζώα και στους ανθρώπους, το άγχος είναι τυπικά ανθρώπινο γνώρισμα και έχει χαρακτήρα περισσότερο μεταφυσικό. Δεν συνδέεται με ιδιαίτερες καταστάσεις, αλλά εκφράζει την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου, την επίγνωση που τη ζει και την αποκτά ο καθένας, του εφήμερου και αμφιλογικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ το άγχος έχει χαρακτήρα ουσιαστικά θρησκευτικό και αποτελεί την οδό που ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθήσει για να επιχειρήσει να φτάσει στον Θεό, στην ελευθερία, στη λύτρωση. To άγχος που εμφανίζεται με το προπατορικό αμάρτημα, συνοδεύει τον άνθρωπο στη ζωή του από τη στιγμή που αυτός αποκτά επίγνωση του παραπτώματός του, της μη ελευθερίας του, της μη τελειότητάς του. Η συνείδηση νιώθει άγχος γιατί είναι ένοχη, και η ενοχή είναι μη ελευθερία. Όμως δεν είναι ικανό να εγγυηθεί την εκλογή της θρησκευτικής ζωής, την επίτευξη της ελευθερίας και της θείας απεραντοσύνης. O Θεός αποκαλύπτεται πάντα και μόνο ως θαύμα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου. Στη νεότερη υπαρξιστική φιλοσοφία, δεν έχει το θρησκευτικό περιεχόμενο που είχε για τον Κίρκεγκορ. Θεωρείται υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου που εκσφενδονίζεται σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Τίποτα δεν εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματοποίηση περισσότερο της μιας δυνατότητας ή της άλλης, τη χρησιμότητα μιας πράξης, την ορθότητα μιας εκλογής, το αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς. Από την επίγνωση μιας τέτοιας υπαρξιακής κατάστασης, εφήμερης και παράλογης, γεννιέται στον άνθρωπο το αίσθημα του άγχους. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια όμως, κατά τρόπο παράδοξο, εκφράζεται ακριβώς με τη θαρραλέα αποδοχή του, με τη συνειδητή άρνηση κάθε μεταφυσικής εγγύησης, διαμέσου εκλογών, συμπεριφορών και αναζητήσεων που πραγματοποιούνται στο όνομα ενός πιο σύγχρονου ανθρωπισμού.