Αδένες

2012-06-01 22:46

Οι αδένες είναι επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητα τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται ως μονοκύτταροι.
Οι αδένες των έμβιων διακρίνονται σε εξωκρινείς, ενδοκρινείς και μεικτούς. Οι εξωκρινείς έχουν εκφορητικό πόρο, με τον οποίο διοχετεύεται το έκκριμά τους σε κάποια εξωτερική (δέρμα) ή εσωτερική (π.χ. έντερο) επιφάνεια του σώματος (π.χ. σιελογόνοι, ιδρωτοποιοί). Οι ενδοκρινείς δεν έχουν εκφορητικό πόρο και τα εκκρίματά τους, οι ορμόνες, παραλαμβάνονται κατευθείαν από το αίμα (π.χ. θυρεοειδής). Οι μεικτοί έχουν και εξωκρινή και ενδοκρινή μοίρα (π.χ. πάγκρεας).
Οι εξωκρινείς αδένες είναι οι πιο πολλοί. Αρχικά πρέπει ο καθένας να βρισκόταν σε κάποιο σημείο της επιφάνειας, αλλά με την εξέλιξη μετατοπίστηκαν στο εσωτερικό του σώματος. Πάντα συνδέονται, χάρη στον εκφορητικό τους πόρο, με το μέρος από το οποίο προήλθαν. Από λειτουργική άποψη, στους εξωκρινείς αδένες διακρίνουμε περιοχές που παράγουν το έκκριμα και περιοχές που το διοχετεύουν. Ανάλογα με τη μορφή των εκκριτικών και των εκφορητικών τμημάτων τους, οι εξωκρινείς αδένες χωρίζονται σε: σωληνοειδείς (π.χ. του βλεννογόνου του εντέρου), κυψελοειδείς (π.χ. οι σμηγματογόνοι) και βοτρυοειδείς ή σωληνοκυψελοειδείς (π.χ. σιελογόνοι).
Ανάλογα με το είδος του εκκρίματός τους, οι εξωκρινείς αδένες διακρίνονται σε ορογόνους και βλεννογόνους. Το έκκριμα των ορογόνων αδενών είναι συνήθως πρωτεϊνικής υφής. Τέτοιοι είναι οι αδένες που εκκρίνουν τα περισσότερα πεπτικά ένζυμα. Ανάλογα με τον τρόπο έκκρισης και τις μορφολογικές μεταβολές που παθαίνουν κατά τη λειτουργία τους τα εκκριτικά κύτταρα, οι εξωκρινείς αδένες διακρίνονται σε ολοκρινείς, μεροκρινείς και αποκρινείς. Στους ολοκρινείς για να απελευθερωθεί το έκκριμα, καταστρέφεται ολόκληρο το εκκριτικό κύτταρο και στη θέση του αναπτύσσεται ένα νέο. Μεροκρινείς είναι οι περισσότεροι εξωκρινείς αδένες του αναπνευστικού, του πεπτικού και του γεννητικού συστήματος των θηλαστικών. Στην περίπτωση των αποκρινών αδένων τα εκκριτικά κύτταρα παθαίνουν μια περίσφιξη και το έκκριμά τους φεύγει μέσα σε ένα κομμάτι της κυτταρικής μεμβράνης που το περιβάλλει σαν ασκός, οπότε, μετά την έκκριση, τα εκκριτικά κύτταρα μικραίνουν σε όγκο. Οι ενδοκρινείς αδένες διακρίνονται μορφολογικά σε κοίλους και συμπαγείς ή ακοίλους. Στον πρώτο τύπο ανήκει ο θυρεοειδής και στον δεύτερο οι παραθυρεοειδείς, τα επινεφρίδια κλπ. Μερικές φορές παρουσιάζουν μια ιδιόμορφη διάταξη: τα κύτταρά τους μπορεί να βρίσκονται ακανόνιστα κατανεμημένα στον συνδετικό ιστό άλλων οργάνων, όπως συμβαίνει π.χ. στον ενδιάμεσο ενδοκρινή αδένα του όρχη (κύτταρα του Λέιντιχ). Οι ενδοκρινείς αδένες είναι ιδιαίτερα πλούσιοι σε αιμοφόρα αγγεία, μέσα στα οποία διοχετεύονται όλες οι ορμόνες.
Οι αδένες στα φυτά είναι πολύ λιγότερο διαφοροποιημένοι απ’ όσο στα έμβια όντα και εκκρίνουν διάφορα έλαια, ρητίνες, ουσίες που μοιάζουν με γάλα, άλατα κλπ. Διακρίνουμε εσωτερικούς αδένες και αδένες στην επιφάνεια του φυτού. Οι εσωτερικοί αδένες είναι ομάδες εκκριτικών κυττάρων, που μπορεί είτε να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο και να σχηματίσουν έναν κοινό μεσοκυττάριο χώρο (σχιζογενή), τον οποίο περιβάλλουν και διοχετεύουν σε αυτόν το έκκριμά τους (έτσι σχηματίζονται π.χ. οι ρητινοφόροι αγωγοί στους οποίους χύνεται το ρετσίνι στα πεύκα), είτε να καταστρέψουν τα κυτταρικά τους τοιχώματα και το περιεχόμενό τους να εκχυθεί στον χώρο που θα δημιουργηθεί και λέγεται λυσιγενές δοχείο. Οι αδένες στην επιφάνεια των φυτών είναι είτε μεμονωμένα κύτταρα, είτε ομάδες κυττάρων. Οι αδένες των φυτών είναι γνωστοί και ως νεκτάρια, εκκρίνουν ουσίες πλούσιες σε σάκχαρα. Οι ουσίες αυτές δελεάζουν τα έντομα που μεταφέρουν τη γύρη.